Αρχική

Οδηγός για το διαδίκτυο Παιδαγωγικά  Γλώσσα Λογοτεχνία Κλασσική φιλολογία Ιστορία Υπερδεσμοί

 


ellinika grammata: Τι μέλλει γράφεσθαι;


... την οπτική / τυπογραφική εικόνα των ελληνικών γραμμάτων σήμερα. 
Παρόλο που δεν έχω παρακολουθήσει συστηματικά την εξέλιξη των ελληνικών γραμματοσειρών, είχα την τύχη να έρθω σε επαφή με ένα πραγματικό εργαστήρι τυπογραφικής δημιουργίας, το περιοδικό acro απ'τη Θεσσαλονίκη. Στις σελίδες του παρελαύνουν εδώ και χρόνια ένα σωρό προτάσεις για την τυπογραφική εικόνα της γλώσσας μας, από τις πιο λειτουργικές έως τις πειραματικότερες. Τώρα, άλλο η δημιουργία νέων γραμματοσειρών και άλλο η χρήση τους στη δημόσια επικοινωνία. Πραγματικά καινοτομικές γραμματοσειρές χρησιμοποιούνται συστηματικά μάλλον σε προχωρημένα, πειραματικά έντυπα. Αντίθετα, η τυπογραφική εικόνα του μαζικού δημόσιου λόγου, π.χ. στις εφημερίδες μεγάλης κυκλοφορίας, δεν μου φαίνεται να έχει αλλάξει σημαντικά. Γενικότερα, στην εποχή του ψηφιακού σχεδιασμού δεν αμφιβάλλω ότι η παραγωγή νέων γραμματοσειρών είναι κατά πολύ μεγαλύτερη από παλαιότερα. 


... τον "εκλατινισμό" των <ζ> και <ς>. 
Από καθαρά μορφική σκοπιά, το φαινόμενο είναι απόλυτα φυσιολογικό. Αν κάποιος σχεδιαστής γραμματοσειρών ή απλός χρήστης της γραπτής γλώσσας επιδιώξει μια μορφική σύγκλιση ελληνικών χαρακτήρων προς τους λατινικούς, οι πρώτοι "υποψήφιοι" μιας τέτοιας σύγκλισης είναι οι ελληνικοί χαρακτήρες που μοιάζουν περισότερο με τους αντίστοιχους λατινικούς, όπως το <ζ> και το <ς>. Αυτό όμως δεν ισχύει για ολόκληρο το αλφάβητο. Γράμματα όπως το <φ> και το <ξ> δεν έχουν άμεσο μορφικό αντίστοιχο και άρα δεν μπορούν να υποστούν μια παρόμοια εξέλιξη. 
Κατά τη γνώμη μου, το παιχνίδι παίζεται στην κοινωνική ερμηνεία και αξιολόγηση της σχεδιαστικής ή χειρόγραφης επιλογής. Να δώσω ένα παράδειγμα: Πιτσιρικάς είχα μια φιλενάδα που εκλατίνιζε το <σ> στα χειρόγραφά της, έγραφε π.χ. <να sου πω>. Μου είχε κάνει εντύπωση, γιατί δεν ήξερα άλλον που να γράφει έτσι. Παρόλο που δεν την είχα ρωτήσει ποτέ σχετικά, ήξερα ότι είχε ζήσει μικρή στην Αμερική, μιλούσε καλά αγγλικά, της άρεσε να ταξιδεύει κτλ., με λίγα λόγια ήταν "εξωστρεφής" στην όλη της νοοτροπία, και το λατινικό <s> συμβόλιζε αυτή την εξωστρέφεια, στα μάτια μου τουλάχιστον. Μια παρόμοια ερμηνεία δίνω σήμερα στον "εκβυζαντινισμό" του <σ> ως <c>, όπως το βλέπω π.χ. στον τίτλο "NΕΜΕCIC" ή στα λατινοελληνικά του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου. Μόνο που το <c> δεν συμβολίζει για μένα εξωστρέφεια, αλλά παρελθοντολαγνεία. 

... την "εξέλιξη" και τον "εκφυλισμό". 
Κατά τη γνώμη μου, αυτές οι δύο έννοιες δεν είναι αντίθετες, τουλάχιστον όταν μιλάμε για την γλώσσα και την σημειωτική επικοινωνία. Δεν πρόκειται για αντιμαχόμενες τάσεις, αλλά για ένα ψευτοδίλημμα. Αν πραγματικά θέλεις να καταλάβεις πώς αλλάζουν οι κοινωνικές πρακτικές, η έννοια της εξέλιξης είναι η μόνη δυνατή αφετηρία. Η έννοια του εκφυλισμού είναι αξιολογική, σε οδηγεί αυτόματα στην αρνητική ματιά. Ακόμα χειρότερα, προϋποθέτει μια "αγνή" ή "ακέραια" κατάσταση που ποτέ δεν υπήρξε. Αν θέλουμε να χρησιμοποιήσουμε βιολογικές μεταφορές, ίσως η έννοια της "μετάλλαξης" να είναι χρησιμότερη. 

... τη χρήση ατονικού συστήματος γραφής. 
Οι προτάσεις για τη χρήση ατονικού συστήματος στην ελληνική γραφή δεν με βρίσκουν σύμφωνο. Ο τονισμός στη γραφή σημαδεύει τον λεγόμενο δυναμικό τόνο στην εκφορά της ελληνικής γλώσσας. Ο δυναμικός τόνος έχει διακριτική λειτουργία στα ελληνικά, διαφοροποιεί δηλαδή λέξεις με διαφορετική σημασία, λέξεις ομόφωνες και ομόγραφες όπως <ημέρα> και <ήμερα> ή μόνο ομόφωνες όπως <παίρνω> και <περνώ>. Ο τονισμός αυτός έχει πραγματική λειτουργική αξία, πράγμα που ποτέ δεν ίσχυε για τις ψιλές και τις δασείες του πολυτονικού. Επίσης, το τονικό σύστημα της ελληνικής γλώσσας είναι αρκετά περίπλοκο σε σχέση με άλλες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες. Πράγμα που σημαίνει ότι το σημάδεμα του τόνου στη γραφή διευκολύνει όσους μαθαίνουν τα ελληνικά σαν δεύτερη ή ξένη γλώσσα. Στο κάτω-κάτω, το σημάδεμα του τόνου δεν είναι ιδιαίτερα κοπιαστικό. Αν πραγματικά υπάρχουν τέτοιες προτάσεις, δεν προέρχονται (απ'όσο ξέρω τουλάχιστον) από γλωσσολόγους. 

... τις πιθανές συνέπειες της παγκοσμιοποίησης για "γλώσσες και γραφές περιορισμένου βεληνεκούς όπως είναι η ελληνική". 
Το προσωπικό μου σενάριό "προβλέπει" βασικά ένα είδος διγλωσσίας, όπου ορισμένες μορφές επικοινωνίας εκπληρώνονται όχι από την μητρική γλώσσα, αλλά από μια γλώσσα παγκόσμιας επικοινωνίας. Μια διγλωσσία που αφορά καταρχήν τον γραπτό, κατά δεύτερο λόγο και τον προφορικό λόγο, παραμένει ωστόσο περιορισμένη στην επαγγελματική, ακόμα ειδικότερα: στην τεχνική, επιστημονική και διαχειριστική επικοινωνία. Έστω και αν επικοινωνείς στην ίδια σου τη χώρα, χρησιμοποιείς την γλώσσα της παγκόσμιας επικοινωνίας, είτε γιατί ο συνομιλητής σου δεν έχει την ίδια μητρική γλώσσα με εσένα, είτε γιατί το κείμενό σου ίσως διαβαστεί και από συνεργάτες σε μια άλλη χώρα. Το πιο κατάλληλο περιβάλλον για ένα τέτοιο σενάριο είναι βέβαια οι πολυεθνικές εταιρίες. Αλλά και η επικοινωνία στα τουριστικά επαγγέλματα κάπως έτσι λειτουργεί εδώ και χρόνια. Από την άλλη μεριά, θεωρώ εξωπραγματική την οποιαδήποτε θεωρία ολικής αντικατάστασης της μητρικής γλώσσας. Η ολική αντικατάσταση δεν συμφέρει κανέναν, ενώ μια επιπρόσθετη, συμπληρωματική γλώσσα βολεύει πολλούς. Με δυο λόγια: Το μέλλον είναι πολύγλωσσο. 

... για την πιθανή επικράτηση της οπτικής μεταγραφής των ελληνικών 
Αν με τον όρο "επικράτηση" εννοούμε την στατιστική κατανομή, η οπτική μεταγραφή έχει ήδη επικρατήσει. ΟΙ δικές μου έρευνες πάνω στη μεταγραφή δείχνουν ότι τουλάχιστον οι μισοί χρήστες ηλεκτρονικού ταχυδρομείου μεταγράφουν οπτικά. Ήδη βιώνουμε την δεύτερη ή και τρίτη γενιά οπτικών αντιστοιχιών, όπου το ελληνικό <ν> απoδίδεται με το λατινικό <v>, το <η> με το <n> και το <ρ> με το <p>, μ'άλλα λόγια η τάση για απόδοση της ιστορικής ορθογραφίας είναι για ορισμένους τόσο ισχυρή που οδηγεί τις αντιστοιχίες των πλήκτρων σε πλήρη ανακατάταξη. Η στρατηγική αυτή πιθανότατα έχει ισχυρή συμβολική σημασία για τους οπαδούς της, είναι όμως δυσλειτουργική κατά την άποψή μου. Είναι δύσχρηστη σε ατομικό επίπεδο και το χειρότερο, οδηγεί σε ορθογραφικό χάος σε συλλογικό επίπεδο, γιατί στο όνομα της παράδοσης ο καθένας τείνει να σκαρφίζεται τη δική του αντιστοιχία. Ωστόσο, κανείς δεν μπορεί να επιβάλλει στον κόσμο έναν ορισμένο τρόπο μεταγραφής. Αυτό που μπορεί να γίνει είναι μια καμπάνια ενημέρωσης που να εξηγεί τα προτερήματα και μειονεκτήματα διαφόρων τρόπων μεταγραφής, να διαθέτει ευρέως κάποιο πρόγραμμα αυτόματης μετατροπής κτλ. Εφόσον δεν υπάρχει πρωτοβουλία για κάτι τέτοιο, το χάος θα διαωνίζεται σε βάρος όλων όσων αναγκάζονται να γράφουν και να διαβάζουν μεγάλα κείμενα στα λατινοελληνικά. 

* Ο Γ.Α. είναι Γλωσσολόγος, διδάκτορας του Πανεπιστημίου Χαϊδελβέργης, με ερευνητική εξειδίκευση στην κοινωνιογλωσσολογία και την γλωσσολογία των μέσων επικοινωνίας. Επιστημονικός συνεργάτης του Ινστιτούτου Γερμανικής Γλώσσας στο Mannheim 

Αυτό το κείμενο  είναι η συνεισφορά του σε πολυσέλιδο αφιέρωμα με τίτλο ellinika grammata: Τι μέλλει γράφεσθαι; που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό δέλτα d, τύχος 11, Ιούλιος/Αύγουστος 2000 


 

<----- Αρχική







 

 

 

 

 

 

Φιλολογική επιμέλεια: Σοφία Νικολαΐδου terracomputerata AT gmail DOT com-  terracomputerata AT gmail DOT com