Αρχική

Οδηγός για το διαδίκτυο Παιδαγωγικά  Γλώσσα Λογοτεχνία Κλασσική φιλολογία Ιστορία Υπερδεσμοί

Συνηθισμένοι... φονιάδες

Πώς γίνεται οι άνθρωποι που έχουν τη δυνατότητα αλλά και το δικαίωμα να αρνηθούν, να καταλήγουν να σφάζουν τον γείτονά τους

Όταν, το φθινόπωρο του 1990, ο Κρίστοφερ Μπράουνινγκ διάβασε το ολοκληρωμένο του χειρόγραφο με τίτλο Συνηθισμένοι ʼνθρωποι, δηλαδή την ανάλυση της μαρτυρίας 500 μεσήλικων Γερμανών, που έγιναν το 1941 μέλη του Τάγματος 101 και δολοφόνησαν χιλιάδες Εβραίους στην Πολωνία, αναρωτήθηκε γιατί είχε ασχοληθεί με τη συγγραφή ενός τέτοιου βιβλίου. Το θέμα παραήταν δυνατό και κανείς δεν θα το διάβαζε. Και πράγματι, οι τρεις πρώτοι εκδότες, στους οποίους το έδωσε, το απέρριψαν. Πρόκειται για μια σπάνια περίπτωση, όπου όχι μόνον οι συγκεκριμένοι εκδότες αλλά και ο ίδιος ο συγγραφέας έκαναν λάθος για τη δυναμική ενός βιβλίου, το οποίο, μόλις εκδόθηκε, έγινε κλασικό στο είδος του.

Οι συνηθισμένοι άνθρωποι, για τους οποίους γράφει ο Μπράουνινγκ, ήταν εργαζόμενοι από το Αμβούργο και αγνοούσαν παντελώς τα καθήκοντα που θα αναλάμβαναν στους κόλπους του «Αστυνομικού Εφεδρικού Τάγματος 101», τον Μάιο του 1941. Απλώς, ήξεραν ότι δεν θα πάνε στρατιώτες. Η μύηση και η εμπλοκή τους στους φόνους θα γινόταν προσεκτικά και προοδευτικά.

Σε μια εποχή στην οποία άπειρες πληθυσμιακές ομάδες μετακινούνταν, η πρώτη τους αποστολή, τον Οκτώβριο - Νοέμβριο 1941, ήταν απλή: εκτοπισμός και συνοδεία προς ανατολάς ­ Λοτζ, Ρίγα και Μινσκ ­ των Εβραίων του Αμβούργου. Τόσο οι ίδιοι όσο και οι οικογενειάρχες από το Αμβούργο, με τα καλοαναθρεμμένα παιδιά, πίστευαν ότι θα «μετεγκατασταθούν» ανατολικά... Οι συνοδοί τους κατάλαβαν γρήγορα. Ο Μπράουνινγκ αναφέρει τις μαρτυρίες από τις δίκες των ναζιστών εγκληματιών πολέμου: «Όταν φτάσαμε στο Μινσκ, ένας κομάντο SS περίμενε κι από συζητήσεις (με άλλους αστυνομικούς) μάθαμε ότι πριν από λίγες εβδομάδες είχαν ήδη τουφεκίσει πολλούς Εβραίους... Έτσι συμπεράναμε ότι και οι δικοί μας Εβραίοι θα εκτελούνταν».

Την άνοιξη του '42, το Τάγμα μετατέθηκε κοντά στα στρατόπεδα του Μπέλσεν, όπου βρίσκονταν μόνο οι SS. Τα καθήκοντά του περιορίζονταν στις εκκαθαρίσεις των γκέτο και τη συνοδεία των Εβραίων στα τρένα. Όταν σταμάτησαν οι σιδηροδρομικές μετακινήσεις, το Τάγμα 101 εκλήθη να εφαρμόσει νέα μέθοδο για την εκκαθάριση των γκέτο. Στις 12 Ιουλίου, ο ταγματάρχης Τραπ ενημέρωσε τους αξιωματικούς του ότι νωρίς, το επόμενο πρωί, οι τρεις διμοιρίες έπρεπε να συγκεντρώσουν τους 1.800 Εβραίους της πολίχνης Γιόζεφοβ στην αγορά, να επιλέξουν τους γερούς άντρες για εργασία στα στρατόπεδα και να τουφεκίσουν επιτόπου τους γέρους και αδύναμους, τα μωρά και τις μανάδες τους, αν δεν ήθελαν να τα παρατήσουν. Οι υπόλοιποι έπρεπε να μεταφερθούν στα γύρω δάση, σε ομάδες των 40 και να τουφεκιστούν ένας ένας.

Ο πρώτος αξιωματικός που αρνήθηκε, ήταν ένας 38χρονος επιχειρηματίας από το Αμβούργο. Ουδείς τον επέπληξε, αλλά του ανέθεσαν να κάνει την επιλογή των «εργατών». Ο ταγματάρχης Τραπ, φανερά αναστατωμένος, καθώς εξηγούσε στους αξιωματικούς τα νέα τους καθήκοντα, δήλωσε ότι όποιος δεν μπορούσε να ανταποκριθεί, είχε τη δυνατότητα να παραιτηθεί. Δώδεκα απ' αυτούς μετατέθηκαν, ενώ ο Τραπ υπέγραψε κλαίγοντας όλες τις απαλλαγές.

Ήδη, πολλοί αξιωματικοί, όπως κατέθεσε αργότερα ένας μάρτυρας, είχαν «σιωπηρά αρνηθεί να σκοτώσουν παιδιά και μωρά, παραβαίνοντας τις διαταγές». Ήταν «ενοχλητικό» που καμιά από τις μανάδες δεν άφηνε το παιδί της, υποχρεώνοντάς τους να τις σκοτώσουν κι αυτές μαζί. Είχαν μείνει «κατάπληκτοι» από την ηρεμία, με την οποία δέχονταν τη μοίρα τους οι Εβραίοι. Στο δάσος, καθένας από τους 40 αστυνομικούς είχε χρεωθεί από ένα θύμα. Τους πήγαιναν στον τόπο της εκτέλεσης, τους έβαζαν να γονατίσουν σε μια σειρά και μετά τους πυροβολούσαν όλοι μαζί. Κάθε λίγο, έκαναν διάλειμμα για τσιγάρο, και το απόγευμα τους μοίρασαν αλκοολούχα ποτά. Όμως, σε συγκριτικά ελάχιστο χρονικό διάστημα, είτε πολλοί μαζί είτε ένας ένας, οι αστυνομικοί ζητούσαν να απαλλαγούν απ' αυτό το «απωθητικό» καθήκον. Δεν «άντεχαν». Ομολογούσαν την «αδυναμία» τους. Αυτό που τους τάραζε περισσότερο, εκτός από το να σκοτώνουν παιδιά, ήταν ότι όταν μιλούσαν στα θύματά τους, ανακάλυπταν ότι προέρχονταν από το Αμβούργο ή από τη Βρέμη. «Μιλούσαν γερμανικά σαν κι εμάς», δήλωσε ένας αξιωματικός. «Ξαφνικά, ένιωσα ναυτία κι έτρεξα να κρυφτώ στο δάσος κι έμεινα εκεί ώσπου να τελειώσει», είπε ένας άλλος.

Το ίδιο βράδυ, περίπου το 20% από αυτούς που είχαν αναλάβει τις εκτελέσεις, ζήτησαν απαλλαγή. Ο ταγματάρχης Τραπ έδωσε διαταγή να μοιραστεί άφθονο αλκοόλ και ζήτησε από τους άνδρες του να μην αναφέρουν ξανά το Γιόζεφοβ. «Αν αποδοθεί ποτέ δικαιοσύνη γι' αυτή την εβραϊκή επιχείρηση, τότε ο Θεός να μας λυπηθεί εμάς τους Γερμανούς», φέρεται ότι είπε στον οδηγό του. Αλλά και οι αρχές έδειξαν κατανόηση στην ψυχολογική φόρτιση των ανδρών: μέχρι τον Σεπτέμβριο, (οπότε θα τους ανέθεταν νέες εκτελέσεις), συνέχισαν τις εκκαθαρίσεις στα γκέτο, αλλά τις εκτελέσεις βρεφών και ηλικιωμένων, τις ανέλαβαν αναπληρωματικοί SS από τη Βαλτική. Ωστόσο, μέχρι να γυρίσουν στη Γερμανία, οι 500 άνδρες του Τάγματος είχαν σκοτώσει ή συμμετάσχει στη δολοφονία τουλάχιστον 83.000 Εβραίων. Αυτό που είναι αξιοθαύμαστο σ' αυτό το βιβλίο, είναι ο τρόπος με τον οποίο ο Μπράουνινγκ εκτιμά την κάθε μαρτυρία και ακολούθως αφήνει τον αναγνώστη να κρίνει την αξία της. Οι αναφορές του βιβλίου σε μάρτυρες που κατέθεσαν σε γερμανικές δίκες κι ένα λαμπρό τελευταίο κεφάλαιο, όπου αναλύεται η νοοτροπία των ανδρών του Τάγματος, δείχνουν ξεκάθαρα πως οι «συνηθισμένοι» αυτοί άνθρωποι, υπό την επίδραση του περιβάλλοντος, την πίεση και την επαναλαμβανόμενη εμπειρία, γίνονται σταδιακά και άθελά τους, αν όχι τέρατα, τουλάχιστον τερατώδεις. Αυτό που μας γεμίζει ελπίδα, είναι ότι υπήρχαν και αυτοί που ξεπέρασαν τον φόβο τους και αρνήθηκαν να συμμετάσχουν.

Η ενασχόληση του Μπράουνινγκ με την ιστορία των ναζί και των Εβραίων πηγάζει από το Βιετνάμ. Το 1967 έγραφε το διδακτορικό του στο Πανεπιστήμιο του Ουισκόνσιν, όταν ο Λίντον Τζόνσον ανακάλεσε την αναβολή των σπουδαστών. «Με τίποτα δεν επρόκειτο να τους αφήσω να με σύρουν στη φρικτή περιπέτεια του Βιετνάμ», μου είπε, όταν μιλήσαμε. Είχε ήδη αρχίσει να μελετά την Ιστορία της Γερμανίας, όταν δέχθηκε να διοριστεί καθηγητής σε ένα Γυμνάσιο, για να ανανεώσει την αναβολή του. Και τότε διάβασε το βιβλίο της Χάνα ʼρεντ «Ο ʼιχμαν στα Ιεροσόλυμα». «Κεραυνοβολήθηκα», λέει. «ʼλλαξε η ζωή μου».

Περίπου 20 χρόνια μετά, το 1987, όταν ήταν καθηγητής σπουδών για το Ολοκαύτωμα, ο μόνος μη Εβραίος στις ΗΠΑ, πήγε στη Γερμανία, όπου μελέτησε λεπτομερώς την ιστορία του Αστυνομικού Εφεδρικού Τάγματος 101, «μια ιστορία δραματική και αποκαλυπτική. Ουδέποτε πριν είχα δει το Ολοκαύτωμα σε ευθεία αντιπαράθεση με τα ανθρώπινα πρόσωπα των εκτελεστών». Το βιβλίο «Συνηθισμένοι ʼνθρωποι» απαιτεί όχι μόνο γνώση της Ιστορίας, αλλά και μια ειδική ουδετερότητα πνεύματος, για να μπορεί ο συγγραφέας να ελέγχει τη συναισθηματική του προκατάληψη υπέρ των θυμάτων και να μπορεί να κατανοεί άτομα, τα οποία είναι πολύ δύσκολο να κατανοήσει κανείς.

Ο Μπράουνινγκ, σε αντίθεση με τον Ντάνιελ Γκολντχάγκεν που πραγματεύεται το ίδιο θέμα, πλην καταλήγει απερίφραστα ότι όλοι οι Γερμανοί ήσαν «αντισημίτες δολοφόνοι, ήδη από τον 19ο αιώνα», έχει το πλεονέκτημα της αμεροληψίας: οι πράξεις αυτών των ανθρώπων δεν είναι συναισθηματικές, αλλά ένα ψυχο-ιστορικό πρόβλημα. Οι «Συνηθισμένοι ʼνθρωποι» είναι ένα ιδιαίτερο βιβλίο για την προσωπική ηθική και, άρα, μας αφορά όλους. Τα γεγονότα που περιγράφει, συνέβησαν από το 1941 ώς το 1944, στην Πολωνία, αλλά έχουν ξεπεράσει αυτά τα όρια. Στον 20ό αιώνα, ζήσαμε την αρμενική γενοκτονία από τους Τούρκους, την εξόντωση των κουλάκων από τον Στάλιν, το Ολοκαύτωμα των Εβραίων από τους ναζί, τη σφαγή των Βιετναμέζων από τους Αμερικανούς, των Καμποτζιανών από τον Πολ Ποτ, των Τούτσι από τους Χούτου και πρόσφατα, στην Ευρώπη, τις εθνικές εκκαθαρίσεις στην πρώην Γιουγκοσλαβία.

Και πάντα, μια ερώτηση περιμένει απάντηση: πώς γίνεται οι άνθρωποι που έχουν τη δυνατότητα αλλά και το δικαίωμα να αρνηθούν, να καταλήγουν να σφάζουν τον γείτονά τους; Ο Μπράουνινγκ διανύει αρκετό δρόμο προς την απάντηση.

 


 

<----- Αρχική

Φιλολογική επιμέλεια: Σοφία Νικολαΐδου Επικοινωνία:-  terracomputerata AT gmail DOT com