Αρχική

Οδηγός για το διαδίκτυο Παιδαγωγικά  Γλώσσα Λογοτεχνία Κλασσική φιλολογία Ιστορία Υπερδεσμοί

 

 

Οι Σταυροφορίες και η πρώτη άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204
 

κρειττότερόν ἔστιν εἰδέναι ἐν μέσῃ τῇ Πόλει φακιόλιον βασιλεῦον Τούρκων ἢ καλύπτραν Λατινικήν...

 

Σενάριο διδασκαλίας της Αναστασίας Δασκαλοπούλου

εκπονήθηκε στα πλαίσια της Επιμόρφωσης Φιλολόγων Β΄επιπέδου 2010

 

Πηγές 5ης Ομάδας

Edwin Pears
Η Έφοδος, η Κατάληψη και η Λεηλασία της Πόλης



Από το «Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204».Τίτλος του έργου στα αγγλικά, «The fall of Constantinople being the story of the fourth Crusade», μετάφραση από το αγγλικό πρωτότυπο: Ιωσήφ Κασσετιάν – Χριστίνα Κασσετιάν, κεφ. 15ο σελ. 354-379, εκδ. Στοχαστής.


ΟΙ ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΕΣ στις οποίες επιδίδονταν επί αρκετές εβδομάδες οι ηγέτες, συμπληρώθηκαν στις 8 Απριλίου και η εν λόγω ημέρα επιλέχθηκε για έφοδο κατά της πόλης.[...] Οι Σταυροφόροι αποβιβάστηκαν σε πολλά σημεία κι επιτέθηκαν από μια στενή λωρίδα εδάφους ανάμεσα στα τείχη και τη θάλασσα. Τότε άρχισε μια τρομερή έφοδος κατά μήκος ολόκληρης της γραμμής αντιπαράθεσης. Υπό τους ήχους των αυτοκρατορικών σαλπίγγων και τυμπάνων, οι επιτιθέμενοι επιχείρησαν να υπονομεύσουν τα τείχη, ενώ ταυτόχρονα κατηύθυναν κατά των υπερασπιστών τους μια συνεχή καταιγίδα μικρών και μεγάλων βελών και λίθων.[...] Η επίθεση έλαβε χώραν σε περισσότερα από εκατό σημεία μέχρι το μεσημέρι ή κατά τον Χωνιάτη μέχρι το απόγευμα. Και οι δύο πλευρές πολέμησαν αποφασιστικά. Οι εισβολείς αποκρούστηκαν. Όσοι είχαν αποβιβαστεί, απωθήθηκαν και δεν μπόρεσαν να παραμείνουν στην ακτή κάτω από το χείμαρρο των λίθων που τους έπληττε. Οι επιτιθέμενοι είχαν μεγαλύτερες απώλειες από τους αμυνόμενους. Η ανύψωση των τειχών είχε καταστήσει την κατάληψή τους δυσκολότερη απ' ότι κατά την προηγούμενη επίθεση. Πριν νυχτώσει, ένα μέρος των πλοίων είχε αποσυρθεί σε απόσταση εκτός του βεληνεκούς των καταπελτών, ενώ μερικά άλλα παρέμειναν αγκυροβολημένα και συνέχισαν να βάλλουν κατά των υπερασπιστών των τειχών. Η επίθεση της πρώτης ημέρας είχε αποτύχει.

Οι ηγέτες των Σταυροφόρων και των Ενετών απέσυραν τις δυνάμεις τους στην πλευρά του Γαλατά. Η έφοδος είχε αποτύχει και ήταν αναγκαίο να προσδιορίσουν το επόμενο βήμα τους. Το ίδιο βράδυ συνεκλήθη βιαστικά ένα συμβούλιο. Ενόψει της ήττας, οι παλαιές διαφορές επανήλθαν, για μια ακόμα φορά, στην επιφάνεια. [...] Τελικά, αποφασίστηκε ότι οι δύο επόμενες ημέρες, η 10η και η 11η του μηνός, θα αφιερώνονταν στην επιδιόρθωση των ζημιών που είχαν υποστεί και ότι μια δεύτερη επίθεση θα πραγματοποιείτο στις 12.[...]

Το πρωί της Δευτέρας 12 του μηνός, πραγματοποιήθηκε η δεύτερη έφοδος. Η σκηνή του αυτοκράτορα είχε τοποθετηθεί κοντά στη μονή του Παντεπόπτου, μια από τις πολλές που υπήρχαν στην περιοχή του Πετρίου, η οποία εκτεινόταν κατά μήκος του Κερατίου από το ανάκτορο των Βλαχερνών, περίπου στο ένα τέταρτο του όλου μήκους του κόλπου. Από εκείνη τη θέση, ο Βυζαντινός ηγεμόνας μπορούσε να δει όλες τις κινήσεις του στόλου. Τα τείχη ήταν γεμάτα από άνδρες που ήταν πάλι έτοιμοι να πολεμήσουν υπό τα όμματα του αυτοκράτορα. Η έφοδος άρχισε την αυγή και συνεχίστηκε με τη μεγαλύτερη αγριότητα. Και ο τελευταίος διαθέσιμος Σταυροφόρος κι Ενετός έλαβε μέρος σε αυτή. Κάθε μικρή ομάδα πλοίων είχε το δικό της τμήμα των τειχών με τους πύργους του όπου έπρεπε να επιτεθεί.

Στην αρχή της ημέρας, οι πολιορκητές πραγματοποίησαν μικρή πρόοδο, αλλά σηκώθηκε ένας ισχυρός βόρειος άνεμος ο οποίος επέτρεψε στα σκάφη να πλησιάσουν στην ξηρά περισσότερο από πριν. Δύο από τα μεταγωγικά, το «Πίλγκριμ» και το «Πάρβις», που δεν ήταν προσδεδεμένα μαζί, κατάφεραν να στηρίξουν μια από τις σκαλωσιές τους σε ένα πύργο στο Πέτριον, απέναντι από τη θέση που κατείχε ο αυτοκράτορας. Ένας Ενετός κι ένας Γάλλος ιππότης, ο Αντρέ ντ' Υρμπουάζ όρμησαν αμέσως και κατάφεραν να καταλάβουν μια θέση στα τείχη. Αμέσως τους ακολούθησαν και άλλοι, οι οποίοι πολεμούσαν τόσο καλά, ώστε οι υπερασπιστές του πύργου φονεύτηκαν ή τράπηκαν σε φυγή. Το συμβάν έδωσε νέο θάρρος στους εισβολείς. Οι ιππότες που ήταν στα μεταγωγικά, μόλις είδαν τι είχε συμβεί, πήδησαν στην ακτή, στήριξαν τις σκάλες τους στο τείχος και σε σύντομο χρονικό κατέλαβαν τέσσερεις πύργους. Εκείνοι που επέβαιναν στα πλοία συγκέντρωσαν τις προσπάθειές τους στις πύλες, παραβίασαν τρεις από αυτές και εισέβαλαν στην πόλη, ενώ οι άλλοι αποβίβαζαν τα άλογά τους από τα μεταγωγικά. Μόλις σχηματίστηκε ένας λόχος ιπποτών, εισέβαλαν στην πόλη μέσα από μια από αυτές τις πύλες και κατευθύνθηκαν κατά του στρατοπέδου του αυτοκράτορα.

Ο Μούρτζουφλος είχε συγκεντρώσει τα στρατεύματά του μπροστά από τις σκηνές του, αλλά εκείνα ήταν ασυνήθιστα στην αντιπαράθεση με άνδρες με βαριά πανοπλία και μετά από μια αρκετά πεισματώδη αντίσταση, οι αυτοκρατορικές δυνάμεις τράπηκαν σε φυγή. Ο αυτοκράτορας, γράφει ο Χωνιάτης, ο οποίος δεν έχει κανένα λόγο να τον περιβάλει με αβάσιμους επαίνους, γιατί ο τελευταίος του είχε αφαιρέσει το αξίωμα του μεγάλου λογοθέτη, έκανε ό,τι μπορούσε για να συγκεντρώσει τα στρατεύματά του, αλλά μάταια και υποχρεώθηκε να υποχωρήσει στα ανάκτορα του Βουκολέοντα. Ο αριθμός των τραυματιών και των νεκρών ήταν «sans fin et sans mesure».[Σ,τ.Μ. Χωρίς τέλος και χωρίς μέτρο.] Άρχισε μια σφαγή χωρίς διάκριση. Οι εισβολείς δεν λυπούνταν ούτε τις γυναίκες και τους γέροντες. Προκειμένου να εξασφαλίσουν τη θέση τους, έβαλαν φωτιά στο τμήμα της πόλης που βρισκόταν στα ανατολικά τους και πυρπόλησαν τα πάντα ανάμεσα στη μονή της Ευεργέτιδος και τη συνοικία που ήταν γνωστή ως Δρουγγάριος . Η πυρκαγιά, η οποία διήρκεσε όλη τη νύχτα και μέχρι το επόμενο βράδυ, ήταν τόσο εκτεταμένη ώστε, σύμφωνα με το μαρεσάλο, κάηκαν περισσότερα οικήματα από όσα είχαν οι τρεις μεγαλύτερες πόλεις της Γαλλίας μαζί. Οι σκηνές του αυτοκράτορα και το αυτοκρατορικό ανάκτορο των Βλαχερνών λεηλατήθηκαν και οι κατακτητές εγκατέστησαν το στρατηγείο τους στο ίδιο σημείο στον Παντεπόπτη. Ήταν βράδυ και ήδη αργά όταν οι Σταυροφόροι εισήλθαν στην πόλη και ήταν αδύνατο γι' αυτούς να συνεχίσουν το έργο της καταστροφής στη διάρκεια της νύχτας. Ως εκ τούτου, κατασκήνωσαν κοντά στα τείχη και τους πύργους που είχαν καταλάβει. Ο Βαλδουίνος της Φλάνδρας διανυκτέρευσε στην πορφυρή σκηνή του αυτοκράτορα, ο αδελφός του, Ερρίκος, μπροστά από το ανάκτορο των Βλαχερνών και ο Βονιφάτιος στην άλλη πλευρά των αυτοκρατορικών σκηνών, στην καρδιά της πόλης.

Η πόλη είχε ήδη καταληφθεί. Οι κάτοικοι είχαν επιτέλους ξυπνήσει από το όνειρο της ασφάλειας στο οποίο τους είχαν ρίξει δεκαεπτά αποτυχημένες απόπειρες κατάληψης της Νέας Ρώμης. Όλα τα μάγια, παγανιστικά και χριστιανικά είχαν αποβεί μάταια. Η νάρκη στην οποία είχε βυθίσει ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού η κατοχή αναρίθμητων ιερών κειμηλίων και η βεβαιότητα ότι απολάμβαναν της προστασίας μιας στρατιάς αγίων και μαρτύρων είχε διαλυθεί βίαια. Η Παναγία των Βλαχερνών με το κειμήλιο του χιτώνα της Παρθένου, τα αμέτρητα κεφάλια, χέρια, σώματα και ενδύματα αγίων και τεμάχια Τιμίου Ξύλου δεν αποδείχτηκαν περισσότερο χρήσιμα από το παλλάδιο που ήταν τότε, όπως και τώρα, θαμμένο κάτω από το μεγάλο κίονα που είχε κατασκευάσει ο Κωνσταντίνος. Η βίαιη ορμή των Δυτικών είχε αγνοήσει τα φυλακτά της Ελληνικής Εκκλησίας τόσο ολοκληρωτικά, όσο κι εκείνα του παγανισμού. Μάταια εκείνοι που πίστευαν στη δύναμη αυτών των φυλακτών, είχαν καταστρέψει στη διάρκεια της πολιορκίας τα αγάλματα που πίστευαν ότι ήταν φορείς κακοτυχίας. Οι εισβολείς ήταν εξίσου προληπτικοί, με τη διαφορά πως δεν μπορούσαν να πιστέψουν ότι εκείνοι τους οποίους θεωρούσαν σχισματικούς, θα μπορούσαν να έχουν την προστασία της επουράνιας ιεραρχίας ή να θεωρούνται ως νόμιμοι κάτοχοι τόσων ιερών κειμηλίων. Τη νύχτα μετά την άλωση, η Χρυσή Πύλη, η οποία βρισκόταν στα προς την πλευρά του Μαρμαρά χερσαία τείχη, είχε ανοίξει και το πανικόβλητο πλήθος συνωθείτο, επιζητώντας να αποδράσει από την καταληφθείσα πόλη. Άλλοι, προσπαθούσαν να θάψουν τους θησαυρούς τους. Ο ίδιος ο αυτοκράτορας, έχοντας καταληφθεί από πανικό ή διαπιστώνοντας ότι τα πάντα είχαν χαθεί -όπως πραγματικά είχαν χαθεί μόλις οι επιτιθέμενοι είχαν καταφέρει να αναρριχηθούν στα τείχη- απέδρασε από την πόλη. Ο Μούρτζουφλος απέδρασε επίσης από τη Χρυσή Πύλη παίρνοντας μαζί του τη χήρα του Αλέξιου, Ευφροσύνη. Ωστόσο, ο γενναίος Θεόδωρος Λάσκαρις αποφάσισε να κάνει μια ακόμα προσπάθεια. Η έκκληση που απηύθυνε στο λαό ήταν μάταιη. Όσοι δεν είχαν πανικοβληθεί, έδειχναν να είναι αδιάφοροι. Μερικοί τουλάχιστον, φαίνονταν να ονειρεύονται μια απλή αλλαγή ηγεμόνων, όπως οι πολλές που είχαν δει οι περισσότεροι από εκείνους. Ο Θεόδωρος έστρεφε την προσοχή του προς τη φρουρά των Βαράγγων αλλά, πριν καταβληθεί οποιαδήποτε προσπάθεια αναδιοργάνωσής της, ο εχθρός ήταν ενόψει και ο Θεόδωρος υποχρεώθηκε να αποδράσει και ο ίδιος. Κατά τα λεγόμενα του μαρεσάλου, οι Σταυροφόροι πίστευαν ότι θα ακολουθούσε άλλη μια ημέρα μάχης και δεν είχαν πληροφορηθεί τα της φυγής του Μούρτζουφλου. Προς έκπληξή τους, δεν συνάντησαν αντίσταση. Η ημέρα αναλώθηκε στην επιβολή της εξουσίας τους επί της αλωθείσας πόλης. Τα βυζαντινά στρατεύματα, συμπεριλαμβανομένων και των Βαράγγων, κατέθεσαν τα όπλα αφού έλαβαν διαβεβαιώσεις περί της προσωπικής ασφαλείας τους. Οι Ιταλοί που είχαν εκδιωχθεί, εκμεταλλεύτηκαν την είσοδο των φίλων τους και φαίνεται ότι προέβησαν σε αντίποινα σε βάρος του πληθυσμού για την απέλασή τους. Κατά τα γραφόμενα του Γκούντερ, φονεύτηκαν δύο χιλιάδες κάτοικοι, οι περισσότεροι από τους οποίους έπεσαν θύματα των Ιταλών που είχαν επιστρέψει. Καθώς οι νικητές Σταυροφόροι διέσχιζαν τους δρόμους της πόλης, οι γυναίκες, οι γέροντες και τα παιδιά, που δεν είχαν μπορέσει να δραπετεύσουν, τους υποδέχτηκαν σχηματίζοντας το σημείο του σταυρού με τους δείκτες των δύο χεριών τους και ζητωκραυγάζοντας το μαρκήσιο του Μομφερρά ως βασιλιά, ενώ μια βιαστικά συγκροτημένη πομπή, με επικεφαλής το Σταυρό και τα ιερά κειμήλια του Χριστού, επεφύλαξε στον τελευταίο θριαμβευτική υποδοχή. Ο λαός τον γνώριζε ως προστάτη του Αλέξιου. Πέραν εκείνων οι οποίοι εξακολουθούσαν να πιστεύουν, ότι η μοναδική αλλαγή που επρόκειτο να επέλθει, θα ήταν εκείνη του ηγεμόνα, υπήρχαν ορισμένοι που ήταν οπαδοί του Αλέξιου και που πίστευαν ότι, ως εκ τούτου, είχαν δικαίωμα στην εύνοια ή τουλάχιστον στην ανοχή του Βονιφάτιου. Έτσι, ήταν φυσικό να τον ζητωκραυγάζουν ως βασιλιά.[...]

[...] Στη συνέχεια, άρχισε η λεηλασία της πόλης. Το αυτοκρατορικό θησαυροφυλάκιο και ο ναύσταθμος τέθηκαν υπό φρούρηση, αλλά, με εξαίρεση αυτά τα δύο, οι στρατιώτες και οι ναύτες είχαν δικαίωμα να λαφυραγωγήσουν ό,τι ήθελαν χωρίς διάκριση. Ποτέ στην Ευρώπη δεν είχε πραγματοποιηθεί μια τόσο συστηματική και ανελέητη λεηλασία. Ποτέ ο στρατός ενός χριστιανικού κράτους δεν είχε λεηλατήσει μια πόλη με τόσο βάρβαρο τρόπο, όσο εκείνος με τον οποίο λεηλάτησαν την πόλη εκείνοι οι στρατιώτες του Χριστού, που είχαν ορκιστεί να παραμείνουν αγνοί, είχαν υποσχεθεί ενώπιον του Θεού να μη χύσουν χριστιανικό αίμα κι έφεραν πάνω τους το έμβλημα του Πρίγκιπα της Ειρήνης. Περιγράφοντας τα εγκλήματα που διέπραξαν οι Σταυροφόροι, ο Χωνιάτης γράφει με οργή: «Πήρατε το Σταυρό και ορκιστήκατε πάνω σ' αυτόν και στα ιερά ευαγγέλια, ότι θα περνούσατε από την επικράτεια των χριστιανών χωρίς να χύσετε αίμα και χωρίς να στραφείτε προς τα δεξιά ή προς τα αριστερά. Μας είπατε ότι είχατε πάρει τα όπλα μόνο εναντίον των Σαρακηνών και θα πνίγατε μόνο εκείνους στο αίμα τους. Υποσχεθήκατε να παραμείνετε αγνοί ενόσω φέρατε το Σταυρό, όπως άρμοζε σε στρατιώτες που υπηρετούν τη σημαία του Χριστού. Αντί να υπερασπιστείτε τον τάφο Του, βιαιοπραγήσατε σε βάρος των πιστών που είναι μέλη του. Φερθήκατε στους χριστιανούς χειρότερα απ' ότι οι Άραβες φέρονται στους Λατίνους γιατί οι τελευταίοι, σέβονται τουλάχιστον τις γυναίκες». Τεράστιοι θησαυροί βρέθηκαν στα αυτοκρατορικά ανάκτορα, καθώς και σε εκείνα των ευγενών. Κάθε βαρόνος κατέλαβε ένα κάστρο ή ανάκτορο που του παραχωρήθηκε και τοποθέτησε μια φρουρά στο θησαυρό που βρήκε εκεί. «Ποτέ από τη δημιουργία του κόσμου», γράφει ο μαρεσάλος, «δεν υπήρξαν τόσα πολλά λάφυρα σε μια πόλη. Καθένας πήρε το σπίτι που του άρεσε και υπήρχαν αρκετά για όλους. Εκείνοι που ήταν φτωχοί, βρέθηκαν ξαφνικά να είναι πλούσιοι. Κατελήφθησαν τεράστιες ποσότητες χρυσού και αργύρου, επίχρυσων σκευών και πολύτιμων λίθων, μεταξωτών και σατέν, γουναρικών και κάθε είδους πλούτου που βρίσκεται επί της γης».[...]

[...] Ο Έλληνας αυτόπτης μάρτυρας συμπληρώνει την εικόνα του Βιλλεαρδουίνου. Η λαγνεία των στρατιωτών δεν φείσθηκε ούτε των κοριτσιών ούτε των αφιερωμένων στο Θεό παρθένων. Η βία και η ακολασία ήταν παρούσες παντού. Οι κραυγές, οι θρήνοι και τα βογγητά των θυμάτων αντηχούσαν σε ολόκληρη την πόλη και παντού η λεηλασία ήταν απεριόριστη και η λαγνεία αχαλίνωτη. Η πόλη είχε περιέλθει σε χάος. Ευγενείς, γέροντες, γυναίκες και παιδιά έτρεχαν εδώ κι εκεί προσπαθώντας να σώσουν τον πλούτο, την τιμή και τη ζωή τους. Ιππότες, πεζικάριοι και Ενετοί ναύτες ανταγωνίζονταν ο ένας τον άλλο σε ένα τρελό αγώνα λεηλασίας. Οι απειλές κακοποίησης και οι υποσχέσεις ασφάλειας, αν αποκαλύπτονταν τα σημεία απόκρυψης των θησαυρών, αναμειγνύονταν με τις κραυγές των βασανιζομένων. Αυτοί οι ευσεβείς ληστές, όπως τους αποκαλεί προσφυώς ο Γκούντερ, ενεργούσαν σαν να είχαν άδεια να διαπράξουν οποιοδήποτε έγκλημα. Κράδαιναν τα ξίφη τους και λεηλατούσαν κατοικίες κι εκκλησίες. Η θρησκεία των ηττημένων υφίστατο κάθε είδους προσβολή. Οι εκκλησίες και τα μοναστήρια ήταν τα μέρη όπου είχαν εναποτεθεί τα μεγαλύτερα πλούτη και ως εκ τούτου, τα πρώτα που λεηλατήθηκαν. Οι μοναχοί και οι ιερωμένοι υπέστησαν προσβλητική μεταχείριση. Οι Σταυροφόροι τοποθετούσαν τα άμφια των ιερέων στις ράχες των αλόγων τους. Οι εικόνες αποσπώνταν ανελέητα από τα πλαίσιά τους ή θρυμματίζονταν. Τα ιερά οικήματα διερευνήθηκαν επιμελώς για τα ιερά κειμήλια ή τις πολύτιμες σαρκοφάγους τους. Τα δισκοπότηρα απογυμνώθηκαν από τους πολύτιμους λίθους τους και μεταβλήθηκαν σε κρασοπότηρα. Οι ιεροί δίσκοι γέμισαν με λάφυρα. Τα καλύμματα των Αγίων Τραπεζών και τα χρυσοκέντητα και πλούσια διακοσμημένα με πολύτιμους λίθους παραπετάσματα αποσπάστηκαν από τις θέσεις τους, τεμαχίστηκαν και διαμοιράστηκαν μεταξύ των στρατευμάτων ή καταστράφηκαν για χάρη του χρυσού και του αργύρου με τον οποίο είχαν κεντηθεί. Οι Άγιες Τράπεζες της Αγίας Σοφίας, που τις θαύμαζε όλη η οικουμένη, τεμαχίστηκαν, προκειμένου να προσποριστούν οι Σταυροφόροι τα πολύτιμα υλικά τους. Άλογα και μουλάρια οδηγήθηκαν στο ναό για να μεταφέρουν τα φορτία των ιερών σκευών, των χρυσών και αργυρών πλακών του θρόνου, των αμβώνων και των θυρών και των όμορφων διακοσμήσεών του. Οι στρατιώτες βεβήλωσαν το μέγιστο ναό της Χριστιανοσύνης. Μια πόρνη κάθισε στην πατριαρχική καθέδρα και χόρευε και τραγουδούσε ένα άσεμνο τραγούδι προς τέρψη των στρατιωτών. Αναφερόμενος στη βεβήλωση του Μεγάλου Ναού, ο Χωνιάτης ομιλεί με απέραντη οργή για τους βαρβάρους οι οποίοι ήταν ανίκανοι να εκτιμήσουν και ως εκ τούτου, να σεβαστούν την ομορφιά της. Για εκείνον η Αγία Σοφία ήταν «ένας επίγειος παράδεισος, ένας θρόνος θείας μεγαλοπρέπειας, μια εικόνα του απείρου που είχε δημιουργήσει ο Παντοδύναμος».

Η λεηλασία του ίδιου ναού το 1453 εκ μέρους του Μωάμεθ Β', δεν ήταν τόσο εκτεταμένη όσο εκείνη εκ μέρους των Σταυροφόρων το 1204.

Η λεηλασία της πόλης συνεχίστηκε επί τρεις ημέρες μετά από την άλωσή της. Οι ηγέτες του στρατού εξέδωσαν, πιθανώς την τρίτη ημέρα, μια διαταγή για την προστασία των γυναικών. Τρεις επίσκοποι είχαν εξαγγείλει τον αφορισμό όλων όσοι θα λεηλατούσαν κάποιο ναό ή μοναστήρι. Ωστόσο, πέρασαν πολλές ημέρες ώσπου να καταστεί δυνατό να επανέλθει ο στρατός στην προηγούμενη πειθαρχία του.[...]



Επιστροφή στο σχέδιο μαθήματος

 

Φύλλα εργασίας

 

Ομάδα 1

 

Ομάδα 2

 

Ομάδα 3

 

Ομάδα 4

 

Ομάδα 5

 

Ομάδα 6




 


 


 

<----- Αρχική

 



Ιστορία Β΄Λυκείου
Κεντρικό μενού

Σχέδιο μαθήματος

 

Φύλλα εργασίας

 

Ομάδα 1

 

Ομάδα 2

 

Ομάδα 3

 

Ομάδα 4

 

Ομάδα 5

 

Ομάδα 6


 



Κεφάλαιο 2 - Ηράκλειος

3. Ισλάμ

4. Αραβικές κατακτήσεις

5. Εικονομαχία

6. Κοινωνία & Οικονομία

7. Σλάβοι και Βούλγαροι

8. Φράγκοι


Κεφάλαιο 2ο

Ακμή του Βυζ. κράτους

Διεθνής ακτινοβολία του Βυζαντίου


Κεφάλαιο 3ο

Εσωτερική κρίση και εξωτερικοί κίνδυνοι

 

 

 

 

 

 

 

  terracomputerata AT gmail DOT com